- αγγοφόρος
- (angophora). Ονομασία δέντρων ή θάμνων της οικογένειας των μυρτιδών. Είναι φυτά χρήσιμα, γιατί είναι κατάλληλα είτε για δενδροστοιχίες στους δρόμους των πόλεων είτε για την προστασία από τον άνεμο ευαίσθητων καλλιεργειών στα χωράφια. Το ξύλο τους εξάλλου, σκληρό, ελαφρύ και στερεό, επιτρέπει την κατασκευή πολλών αντικειμένων. Οι α. έχουν κίτρινα ή λευκά άνθη που σχηματίζουν ταξιανθίες στις άκρες των βλαστών ή στις μασχάλες των φύλλων. Τέσσερα είδη μπορούν να ευδοκιμήσουν και στην Ελλάδα: η α. η χνουδωτή,η α. η υψικάρηνη,η α. η διάμεση και η α. η καρδιόφυλλη.Τα τρία πρώτα είναι δέντρα και το τελευταίο θάμνος.
Dictionary of Greek. 2013.